εδωδός

εδωδός
ἐδωδός, -όν (Α)
λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε βάσει τού εδωδή* (πρβλ. αγωγός, αγωγή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐδωδοί — ἐδωδός given to eating masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδωδούς — ἐδωδός given to eating masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» …   Dictionary of Greek

  • αλληλοδωδόται — ἀλληλοδωδόται, οι (Α) κατά τον Ησύχ. οι αλληλοφάγοι, αυτοί που κατασπαράσσουν ο ένας τον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο * + ἐδωδὴ* η ἐδωδὸς*] …   Dictionary of Greek

  • ἐδωδῶν — ἐδωδή food fem gen pl ἐδωδός given to eating masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”